- μοντάζ
- άκλ. , μοντάρισμα τό монтаж, монтирование, сборка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… … Dictionary of Greek
Πουντόφκιν, Βσεβολόντ Ιλαριόνοβιτς — (Πέντσα 1893 – Mόσχα 1953). Ρώσος σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεωρητικός του κινηματογράφου. Φοιτητής της φυσικομαθηματικής Σχολής του πανεπιστημίου της Μόσχας, πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και εργάστηκε για ένα διάστημα σε στρατιωτικό χημικό… … Dictionary of Greek
Σβίτερς, Κουρτ — (Schwitters). Γερμανός καλλιτέχνης (Αννόβερο 1887 Άμπλσαϊντ 1948). Σπούδασε στην Ακαδημία της Δρέσδης, δοκίμασε τον εξπρεσιονισμό και τον κυβισμό, συνδέθηκε ακόμα και με τον Καντίνσκι στο Μόναχο, στράφηκε προς την αφηρημένη τέχνη και συνεργάστηκε … Dictionary of Greek
μοντάρω — (I) 1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής 2. (γραφ. τέχν. κινην. φωτογρ.) κάνω μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)]. (II) βλ. μουντάρω … Dictionary of Greek
μοντέρ — ο φωτογράφος ή τεχνικός τού κινηματογράφου ή τής τηλεόρασης ο οποίος κάνει το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monteur, euse < ρ. monter (βλ. μοντάζ)] … Dictionary of Greek
μονταδόρος — ο συναρμολογητής, τεχνικός που κάνει μοντάζ, που συναρμολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. δόρος (πρβλ. λουστρα δόρος, τορνα δόρος)] … Dictionary of Greek
μονταζιέρα — η τραπέζι με φωτιζόμενη γυάλινη γαλακτώδη επιφάνεια, πάνω στο οποίο γίνονται η επεξεργασία τού υλικού που πρόκειται να εκτυπωθεί και το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φροντ ιέρα)] … Dictionary of Greek
φωνομοντάζ — το, Ν άκλ. μοντάζ μαγνητοφωνημένων φωνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μοντάζ] … Dictionary of Greek
Βερτόφ, Τζίγκα — (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρώσου σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis Arkadievitch Kaufman, της γνωστής… … Dictionary of Greek